- διαβολικότητα
- η1. η πανουργία2. η μοχθηρότητα3. η σατανικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Χαρίσιο Παπαμάρκου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαβολικότητα — η η ιδιότητα του να είναι κανείς διαβολικός: Η διαβολικότητα της σκέψης του δείχνει το τι είναι ικανός να κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεφιστοφελισμός — ο 1. ο τρόπος τού Μεφιστοφελή, η συμπεριφορά με πανουργία και σατανικότητα 2. διαβολικότητα, σατανικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεφιστοφελής* + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek